επισιτιστικός

επισιτιστικός
alimentaire

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • επισιτιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον επισιτισμό: Επισιτιστική υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”